- ιερομητρικός
- -ή, -ό(ιατρ.), που ανήκει ή αναφέρεται στο ιερό οστό μαζί και στη μήτρα: Ιερομητρικοί σύνδεσμοι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ιερομητρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ιερό οστό και στη μήτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + μητρικός < μήτρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Δ. Πετρίνη] … Dictionary of Greek
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek